- ἀστικοῦ
- ἀστικόςof a citymasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Μπαλής, Γεώργιος — (Δερβένι, Κορινθία 1889 – Αθήνα 1957). Νομικός. Τακτικός καθηγητής του Αστικού Δικαίου της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1925 έως το 1950, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1930, συνέγραψε πολυάριθμες νομικές μελέτες, τις οποίες… … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
αστική οικολογία — Κλάδος της οικολογίας που εξετάζει τις οικολογικές σχέσεις οι οποίες αναπτύσσονται στο εσωτερικό των μεγάλων πόλεων, όπως επίσης και τις αντίστοιχες σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στις πόλεις και τον χώρο που τις περιβάλλει. Η χωριστή… … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
κωδίκελος — Όρος του κληρονομικού δικαίου που πλέον δεν ισχύει. Είναι βυζαντινορωμαϊκής προέλευσης και είχε διατηρηθεί στο νεότερο δίκαιο με τον νόμο ΓΨΛ’/1911, ο οποίος καταργήθηκε με την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (1946). Ο κ. ήταν ένα είδος διαθήκης, με… … Dictionary of Greek
Παππούλιας, Δημήτριος — (Αθήνα 1878 – 1932). Έλληνας νομικός. Διδάκτορας της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1898) και με δεκαετείς σπουδές και έρευνες στο Γκέτινγκεν και στη Λιψία, διορίστηκε το 1911 τακτικός καθηγητής του αστικού δικαίου στη Νομική Σχολή του… … Dictionary of Greek